- ηλεκτροστατικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους τής ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («ηλεκτροστατική μηχανή»)2. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτροστατικήτομέας τού ηλεκτρισμού, κλάδου τής φυσικής, που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων ισορροπίας τού ηλεκτρισμού στα διάφορα ηλεκτρισμένα σώματα, ο στατικός ηλεκτρισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrostatic < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + static (πρβλ. στατικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.